Τρίτη 24 Απριλίου 2012

τα κορίτσια που γνώρισα (ή "τίποτα δεν είναι χειρότερο από ένα κορίτσι που διαβάζει")

Τα κορίτσια που γνώρισα είχαν μες στο σουτιέν σκορπίσει άνθη από αγιόκλιμα που έκλεβαν απ΄τις αυλές. Το θυμάμαι αυτό γιατί πάντα μετά το πήδημα έβρισκα κι από ένα, κολλημένο με τον ιδρώτα στην κοιλιά η το στήθος μου. Όταν τους την έπεφτα, η ατάκα: "κάπου σε ξέρω" φαινότανε γελοία. Τα κορίτσια αυτά ήταν τα μόνα που δεν ήξερα από πουθενά και που δεν ξανάβλεπα ποτέ ακόμα κι αν πάλι γνώριζα κάποιο από τα κορίτσια αυτά.
Τα κορίτσια που γνώρισα δεν μίλαγαν πάντα με τον ίδιο ρυθμό. Αλλά δεν καταλάβαινα σχεδόν και ποτέ τι έλεγαν. Δεν είναι πως δεν καταλαβαίνω τις γυναίκες. Είναι πως δεν καταλάβαινα αυτές τις γυναίκες. Οι λέξεις τους μου ήταν άγνωστες και σχεδόν βαρετές. Στις ακαταλαβίστικες συζητήσεις μας εγώ κοιτούσα τα βυζιά τους.
Τα κορίτσια που γνώρισα δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφα. Ήταν παράξενα. Ή μπορεί να ήταν και απλά άσχημα. Αλήθεια δεν θυμάμαι τι ήταν. Για μερικές άλλες γυναίκες -και άντρες- είναι πάντα ξεκάθαρη η ομορφιά. Τα κορίτσια που γνώρισα όμως πολλές φορές ήταν αγνώριστα. Δεν μπορούσες ποτέ να ξέρεις αν είχαν μία μεγάλη μύτη ή πολλές μικρές. Αν τα μαλλιά τους ήταν κοντά, σχεδόν αγορίστικα ή αν τα έδενα γύρω απ'τους αστραγάλους τους. Κάποτε σκέφτηκα -αλλά μάλλον ήταν ιδέα μου- πως τα κορίτσια που γνώρισα δεν ήταν πάντα και μόνο κορίτσια...
Καμιά φορά σώπαιναν εντελώς. Ήξεραν να σωπαίνουν μόνο αν ενδιαφέρονταν ν'ακούσουν.  Ήταν τότε που έβγαζαν από τις τσάντες τους τα βιβλία  και μέσα από τα βρωμερά τζάμια του λεωφορείου το φως του ήλιου έμπαινε εκτυφλωτικό και μετά δεν ήταν πια στη θέση τους.
Μπορεί να τις ξαναβρείς σύντομα ή και μετά από χρόνια, μπορεί να διασχίζουν την ίδια λεωφόρο, μπορεί και να βόσκουν την καμήλα τους σε μια όαση στη Σαχάρα, όπως και να χει, αν τις χάσεις απ'τα μάτια σου εντελώς μια φορά, ακόμα κι αν κάποτε τις συναντήσεις ξανά δύσκολα μπορείς να τις γνωρίσεις και πάλι.

"...Κάνε αυτά τα πράγματα, γαμώτο, γιατί τίποτα δεν είναι χειρότερο από ένα κορίτσι που διαβάζει. Κάνε τα γιατί το κορίτσι αυτό είναι γνώστρια του λεξιλογίου που μπορεί να περιγράψει αυτή την ακαθόριστη δυσαρέσκεια ως μια ανεκπλήρωτη ζωή. (...) Το κορίτσι που διαβάζει έχει πρόσβαση σε ένα λεξιλόγιο που μπορεί να διακρίνει μεταξύ της απατηλής και απαθούς ρητορικής κάποιου που δεν μπορεί να την αγαπήσει, και της άναρθρης απελπισίας κάποιου που την αγαπάει πολύ.
Κάνε τα γιατί το κορίτσι που διαβάζει κατανοεί σύνταξη. (...) Ένα κορίτσι που έχει εμβαθύνει στη σύνταξη του λόγου αναγνωρίζει στις ακανόνιστες διστακτικές παύσεις ανάμεσα σε δύο ανάσες τη φύση του ψέματος.(...) Έχει αποχαιρετήσει χιλιάδες ήρωες με ένα σούβλισμα θλίψης όλο κ’ όλο στην καρδιά (...) Μην βγεις ραντεβού με ένα κορίτσι που διαβάζει γιατί τα κορίτσια αυτά είναι που αφηγούνται τις ιστορίες. Εσύ και ο Τζόυς, εσύ και ο Ναμπόκοφ, εσύ και η Γουλφ. Εσύ στη βιβλιοθήκη, στο διάδρομο αναμονής του μετρό, στη γωνία του καφέ, στο παράθυρο του δωματίου σου. Εσύ που αιωνίως κάνεις την ζωή μου αφόρητη. Το κορίτσι που διαβάζει έχει βγάλει έξω το τεφτέρι της ζωής της και είναι γεμάτο νόημα. Προσέχει οι αφηγήσεις της να είναι πλούσιες, το υποστηρικτικό καστ χρωματιστό και η γραμματοσειρά έντονη. Εσύ, το κορίτσι που διαβάζει, με κάνεις να θέλω να είμαι όλα αυτά που δεν είμαι. Αλλά είμαι αδύναμος και θα σε απογοητεύσω, αφού αυτό που έχεις ονειρευτεί είναι καλύτερο από αυτό που είμαι. Δεν θα δεχόσουν ποτέ τη ζωή για την οποία μιλούσα προηγουμένως. Δεν θα δεχόσουν τίποτα λιγότερο από πάθος, τελειότητα και μια ζωή άξια να αφηγηθεί."


Αν θέλεις όλον τον κόσμο και τους κόσμους πίσω από αυτόν, βγες με ένα κορίτσι που διαβάζει.
Aκόμα καλύτερα, βγες με ένα κορίτσι που γράφει.
Rosemarie Urquico

(το κείμενο σε εισαγωγικά από τη LIFO http://www.lifo.gr/team/bookroom/30208)

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

η ελάχιστη μορφή

Κινδυνεύοντας να φανώ άτολμη μέσα στην κοινοτοπία των μικρών μου φυγών, πήρα ξανά το πλοίο για το ίδιο νησί. Εκεί, στη παράλληλη του ορίζοντα γραμμή που ξεχωρίζει το σινάπι από τη θάλασσα, στάθηκα και κοίταξα ίσια πέρα. Βρισκόταν ο κόσμος στην ελάχιστη μορφή του.

Απαλλαγμένος από κάθε περιττό κατασκεύασμα του πολιτισμού, από τερτίπια της φύσης κι από εξευγενισμένα σχήματα, στεκόταν έτσι, ακίνητος στους αιώνες και αεικίνητος, ο ουρανός με τη θάλασσα, δεμένοι στο άπειρο, ο κόσμος τούτος όπως πραγματικά είναι. Το παρελθόν και το παρόν μου ήταν τα μόνα που ήξερα να αντιπαραβάλλω στην γνώση που πρόσφερε το τοπίο, κι αυτά ήταν τόσο λίγα και ασήμαντα μπροστά σε κείνα που αποκάλυπτε ο κόσμος για τον εαυτό του, που σχεδόν άκουσα στον παφλασμό τα κύματα να καγχάζουν. "ανίδεη!"

Πριν σταθώ σε εκείνη την άκρη του γκρεμού, ήξερα γραφή, αριθμητική κι ανάγνωση. Είχα απορίες για τη ζωή και πιθανές απαντήσεις. Μα την ώρα που το μάτι δεν μπορεί να δει παρά την ακρούλα της ύπαρξης, τον κόσμο γυμνό και το τέλος του, το μόνο που αναρωτήθηκα ήταν αν είχα κάπου να πάω. Και πήγα. Γύρισα την πλάτη στον ορίζοντα και πήρα το δρόμο της επιστροφής. Δηλαδή δεν ξέρω αν ήταν αυτός της επιστροφής. Μπορεί η επιστροφή να είναι από την άλλη μεριά, στο μέρος εκείνο όπου μπορείς να γίνεις ο ελάχιστος εαυτός σου.

Δεν έκανα και πολλά στο νησί. Ή μπορεί και να τα έκανα όλα, στην ελάχιστη μορφή τους. Είναι τέτοιο το νησί, φτιαγμένο από πορώδες υλικό για να σφουγγίζει τα δάκρυα, τον ιδρώτα και γενικά ν'απορροφά. Με όλα τούτα φοβάμαι μη βουλιάξει. Μπάνιο δεν έκανα πάντως. Είχε τρεις μέρες συννεφιά, μια ήλιο, και μια σπάνια μέρα άστρα που τα έβγαλα περίπου 572.588.371 στο μέτρημα.

Άδειασα όσο κράτησε. Εφήμερα βέβαια όλα, χρειάστηκε ένα όνειρο σε σλίπινγκ μπαγκ στη βρώμικη μοκέτα του πλοίου για να επιστρέψω στην πραγματικότητα του άλλου τοπίου που έμαθα να συντηρώ από τη γέννηση ως και σήμερα. Μου πήρε 324 λέξεις μέχρι εδώ για να περιγράψω πως είναι να σε φυσάει ο αέρας στην άκρη του γκρεμού όσο να κάνει λακούβες το δέρμα σου και να κοιτάς βαθιά μέχρι να χαθούν και τα λίγα τελευταία χρώματα του κόσμου , τον ορίζοντα να λέει: 

"έλα ξανά με τη βάρκα σου, αλλιώς πήδα".








υ.γ.1+2: για το Πάσχα στο Χωριό, αρμόζει άλλο ποστ, μιαν άλλη μέρα. Όσο για σένα, που με τίποτα δεν είσαι ευτυχισμένος, είναι γιατί όταν παίζεις μουσική τα βράδια στα μπαράκια, δεν είσαι αυτός που την χορεύει κιόλας.