Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Παρίσι Part I

Πριν κατιτίς λιγότερο από ένα χρόνο, Γενάρη του 11, βρέθηκα σε μια μεγάλη περιφερειακή λεωφόρο που οδηγούσε στην άκρη του πυκνού συγκοινωνιακού δικτύου της πόλης, με ένα ταξί που ο οδηγός του ρευόταν φιλάρεσκα.

Αυτός ο δρόμος τόσο ξένος και τόσο αδιάφορος -πλην μερικών γκραφιτι που είχα μάθει ήδη να παρατηρώ καλύτερα- διανύθηκε πολλές φορές στη συνέχεια όταν αποχαιρετούσα φίλους στο αεροδρόμιο, αλλά πιο ανάλαφρα όταν τους υποδεχόμουν στον καινούριο μου τόπο. Αυτός ο τόπος, δικός μου για 6 μήνες και για πάντα, είναι μια δεύτερη πατρίδα, -μια τρίτη με το νησί-, πουθενά αλλού δεν έχω ζήσει στον κόσμο τόσες πολλές μέρες μαζεμένες κι ας μην τις αγάπησα όλες.

Το Παρίσι είναι γκρίζο μα περισσότερο είναι κίτρινο. Έχει το χρώμα του ξεθυμασμένου χρυσού. Είναι και λίγο χλωμό κόκκινο με σταγονίτσες ώχρας τα βράδια, και στα προάστια έχει το χρώμα του μπετόν και της τσουκνίδας πλήρως ενσωματωμένο το ένα στο άλλο, που τελικά βγαίνει ροζ από ρουχαλάκια μωρού στους ώμους της μάνας του.
Κάπου κάπου, γαλανό (ciel) και μπεζ (beige) πάνω σε καφέ τελάρο, αλλά όταν τρώω παγωτό μύρτιλλο στο Ille-saint-Luis, το Παρίσι έχει το χρώμα της γλώσσας μου.
Λαχταριστό μοβ, μαύρο, όλα τα χρώματα σφιχταγκαλιασμένα, σαν να με εξανάγκασε σε γαλλικό γλωσσόφιλο όλο αυτό το σκηνικό με τα περπατητά στις όχθες του Σηκουάνα και το μαλακό φως πάνω στα μάτια όσων αγναντεύουν απ'την άκρη της γέφυρας.

Λοιπόν το Παρίσι ήταν για μένα ένας όλεθρος της δημιουργίας, έριξε την ψυχή μου στο κενό.
Πολύ αργότερα θα καταλάβαινα πως αν δεν ατένιζα με τις ώρες το τίποτα, δεν θα διαπίστωνα ποτέ ότι είμαστε φτιαγμένοι, εμείς και το τίποτα, από το ίδιο υλικό -όχι όμως και οι προεκτάσεις μας.

Οι επιλογές και οι προοπτικές, -ή η επιλογή της προοπτικής-, τα ρίσκα και τα μετανιώματα, -ή το ρίσκο του να μετανιώνεις- και κείνο το σημείο του ορίζοντα που το μάτι μπορεί να δει και ακόμα και κείνο που μόνο φαντάζεται , όλα αυτά δεν είναι από το υλικό του τίποτα, είναι από εκείνο του χάους, του σχηματοποιημένου χάους που είναι απέραντο και τόσο μικρό ώστε να το παίρνεις παντού μαζί.
Κυρίως όταν επιστρέφεις στην Αθήνα.

Έφυγα από το Παρίσι με κλάματα όπως ακριβώς είχα φτάσει. Αυτά εγώ τα κάνω και λίγο για να μην χαλάει το προξενιό. Το μετάνιωσα το φευγιό μου πολλές φορές, για πράγματα πρακτικά: η Αθήνα έβραζε εκείνους τους μήνες στις πλατείες και η περιέργειά μου στο Παρίσι παρέμενε λοβοτομημένη. Και ήταν και οι τύψεις βέβαια για κεινον που αντάλλαξα με ευκολία για ένα ακίνητο ταξίδι.
Όμως η σκέψη του  με κατατρώει συχνά. Κι ακόμα έχω τη μυρωδιά του στα ρουθούνια μου.

Μυρίζει σώματα στη χλόη,
ανθρώπινα υγρά,
κλεισούρα μπαούλου σφραγιστού ενός προπάππου με μουστάκι,
ακριβό άρωμα που μπερδεύεται στα Βάγια μιας Κυριακής στη Notre Dame,
μαγειρεμένα όσπρια και έρημο στα προάστια,

και αλμύρα μιας θάλασσας μακρινής κι απροσδιόριστης, αλλά που βλέποντας τον Seine να κυλά, ξέρεις με βεβαιότητα πως υπάρχει.






α ναι. κι ένα τραγούδι τραγουδισμενο πάνω από τις παρισινές μας κατσαρόλες με μακαρόνια 6 μηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου